Τα απόβλητα διακρίνονται γενικά σε στερεά, υγρά και αέρια.
Στη σχετική νομοθεσία, η οποία αφορά την ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων, την περιβαλλοντική αδειοδότηση, την ατμοσφαιρική ρύπανση, τα υγρά απόβλητα, τα στερεά και επικίνδυνα απόβλητα, τα καύσιμα κ.λ.π. δίνονται οι ορισμοί των αστικών λυμάτων, των βιομηχανικών αποβλήτων και οδηγίες για τις μεθόδους επεξεργασίας και διαχείρισής τους.
Αστικά λύματα είναι τα υγρά απόβλητα που προέρχονται κυρίως από χώρους υγιεινής, κουζίνες, πλυντήρια και γενικά από διαδικασίες καθαριότητας κατοικιών, γραφείων, καταστημάτων κ.λ.π.
Υγρά βιομηχανικά απόβλητα ονομάζονται τα απόβλητα που απορρίπτονται από κτίρια και χώρους που χρησιμοποιούνται για οποιαδήποτε εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα και τα οποία δεν είναι οικιακά λύματα ή όμβρια ύδατα (οδηγία 91/271/ΕΟΚ 21.05.1991). Είναι δηλαδή τα υγρά απόβλητα των βιομηχανικών ή βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, που δημιουργούνται κατά την παραγωγική διαδικασία και μπορεί να περιέχουν υπολείμματα των υλών που χρησιμοποιούνται.
Τα βιομηχανικά απόβλητα προέρχονται από την παραγωγική διαδικασία (κατανάλωση νερού σε πολυάριθμες υγρές διεργασίες) όπως π.χ. από βιομηχανίες μετάλλου, χημικών προϊόντων, συνθετικών υλών, κονσερβοποιείων, βαφείων, γαλακτοβιομηχανιών κ.λ.π. τα οποία περιέχουν υπολείμματα υλών οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία ή παράγονται από τη βιοτεχνία ή τη βιομηχανία. Η ποσότητα των βιομηχανικών αποβλήτων είναι διαφορετική για κάθε βιομηχανία, ακόμα και ανάμεσα σε ομοειδείς βιομηχανίες. Αυτό είναι συνάρτηση της δυναμικότητας του εργοστασίου και οφείλεται στον τρόπο παραγωγικής διαδικασίας, στην ποιότητα της πρώτης ύλης και στο είδος του τελικού προϊόντος.
Η παραγωγή των αποβλήτων μπορεί να είναι συνεχής ή διακεκομμένη κατά το χρόνο λειτουργίας του εργοστασίου, επίσης μπορεί να περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου (π.χ. κονσερβοποίηση φρούτων). Για τα βιομηχανικά απόβλητα δεν είναι δυνατόν να δοθούν συγκεκριμένες τιμές ποσότητας, σε αντίθεση με τα αστικά λύματα, όπου η διακύμανση είναι σχετικά μικρή. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται ενδεικτικές τιμές με μεγάλες διακυμάνσεις.
Σύσταση βιομηχανικών αποβλήτων.Οι ρυπαντικές ουσίες που υπάρχουν στα βιομηχανικά απόβλητα αλλοιώνουν τα φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του νερού. Οι ουσίες αυτές ανάλογα με τις ιδιότητες, τη συμπεριφορά και την επίδρασή τους διακρίνονται σε φυσικούς και χημικούς ρυπαντές. Οι ουσιαστικές γνώσεις των ρυπαντικών ουσιών, φυσικών (αδιάλυτες, διαλυτές, κολλοειδείς), ή χημικών (ανόργανες, οργανικές, ραδιενεργά και τοξικά στοιχεία) είναι βασική προϋπόθεση για τον έλεγχο της λειτουργίας των εγκαταστάσεων επεξεργασίας βιομηχανικών αποβλήτων. Ακόμα, ο σωστός εξοπλισμός και η καλή οργάνωση του εργαστηρίου καθώς επίσης και η τήρηση των γενικών κανόνων δειγματοληψίας και ανάλυσης αποτελούν βασική προϋπόθεση για τον έλεγχο της λειτουργίας μιας εγκατάστασης επεξεργασίας βιομηχανικών αποβλήτων.
Φυσικοί ρυπαντές βιομηχανικών αποβλήτων. Οι φυσικοί ρυπαντές προσδίδουν στα απόβλητα χρώμα, οσμή και θολότητα. Εκτός από την θερμοκρασία σ’ αυτούς ανήκουν:
Χημικοί ρυπαντές βιομηχανικών αποβλήτων. Στους χημικούς ρυπαντές των αποβλήτων ανήκουν:
Επεξεργασία των υγρών αποβλήτων ονομάζεται κάθε τεχνική χειρισμού, που απομακρύνει ή τροποποιεί κατάλληλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους ώστε να εξαλείφονται ή ελαττώνονται οι δυσμενείς συνέπειες από τη διάθεσή τους στο περιβάλλον. Η επεξεργασία των αστικών λυμάτων και των βιομηχανικών αποβλήτων έχει σαν στόχο την προστασία όλων των φυσικών αποδεκτών από τη συνεχώς απειλούμενη ρύπανση.
Η κατάλληλη μέθοδος επεξεργασίας προϋποθέτει ειδικές γνώσεις αναφορικά με την προέλευση, την ποσότητα και το είδος των αποβλήτων, χαρακτηριστικά που αποτελούν τη βάση του σχεδιασμού μιας εγκατάστασης επεξεργασίας αποβλήτων. Μετά την επεξεργασία τους τα απόβλητα καταλήγουν σε φυσικούς υποδοχείς, επιφανειακά (ποταμοί, λίμνες, θάλασσα) ή υπόγεια νερά, έδαφος ή υπέδαφος. Οι υποδοχείς αυτοί ονομάζονται αποδέκτες υγρών αποβλήτων.
Η δυνατότητα αυτοκαθαρισμού ενός αποδέκτη είναι η ιδιότητά του να δέχεται τη μέγιστη δυνατή ποσότητα από μια ρυπαντική ή μολυσματική ουσία η οποία μπορεί να αφομοιωθεί χωρίς (μακροσκοπικά) να διαταράσσονται μόνιμα τα φυσικά, φυσιολογικά, βιοχημικά και λοιπά χαρακτηριστικά του (ή γενικά η ισορροπία, ο βιοχημικός κύκλος και η οικολογία του αποδέκτη).
Ρύπανση ονομάζεται η ανεπιθύμητη μεταβολή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του νερού (φυσικών, χημικών, ραδιολογικών, βιολογικών - μικροβιολογικών), εξαιτίας κυρίως των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σε βαθμό που μπορεί να δημιουργηθεί κίνδυνος για την υγεία και να υποβαθμιστεί η ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Η ρύπανση προκαλεί βλάβη στα φυσικά οικοσυστήματα και παρεμποδίζει τις επιθυμητές χρήσεις των υδατικών πόρων.
Μόλυνση ονομάζεται η παρουσία στο νερό παθογόνων μικροοργανισμών ή και μικροοργανισμών δεικτών, που υποδηλώνουν τη πιθανότητα παρουσίας παθογόνων, εξαιτίας κυρίως των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Τα υγρά απόβλητα των ελαιοτριβείων (ΥΑΕ) παράγονται σε μεγάλες ποσότητες μεταξύ Νοεμβρίου-Απριλίου κάθε χρόνο και αποτελούν σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα στις χώρες της Μεσογείου.
Η διάθεσή τους είναι πιθανό να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις σε εδάφη, επιφανειακά και υπόγεια νερά εξαιτίας της περιεκτικότητάς τους σε οργανικά συστατικά, π.χ. οργανικά οξέα, λιπίδια, αλκοόλες και
πολυφαινόλες τα οποία θεωρούνται ως φυτοτοξικά (Paredes et al., 1986; Mekki et al., 2007; Zaharaki and Komnitsas, 2009).
Κατά την επεξεργασία ενός τόνου ελιών παράγονται περίπου 0,8 τόνοι
ΥΑΕ τα οποία χαρακτηρίζονται ως όξινα (pH 4-5), με μέση τιμή συγκέντρωσης COD 80 g/L και υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων στερεών (7–15 g/L) και φαινολικών ενώσεων (2–10 g/L).
Το σκούρο χρώμα των ΥΑΕ ποικίλει ανάλογα με την ηλικία και τον τύπο των ελιών που χρησιμοποιούνται (Riccardi et al., 2000; Ben Sassi et al., 2006; Khoufi et al., 2008).
Για την επεξεργασία, αξιοποίηση και επαναχρησιμοποίηση των ΥΑΕ έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μέθοδοι. Ωστόσο, οι διάφορες φυσικές, φυσικο-χημικές, βιολογικές και θερμικές μέθοδοι,
όταν χρησιμοποιούνται μεμονωμένα παρουσιάζουν πολλά μειονεκτήματα, όπως π.χ. χαμηλή αποδοτικότητα ή υψηλό κόστος (Zaharaki and Komnitsas, 2009).
Η πιο κοινή χρησιμοποιούμενη μέθοδος διαχείρισης των
ΥΑΕ στην περιοχή της Μεσογείου είναι η διάθεση σε εξατμισοδεξαμενές ή αγροτικά εδάφη, εξαιτίας του χαμηλού κόστους και της μεγάλης διασποράς των ελαιοπαραγωγικών μονάδων οι οποίες είναι
συνήθως μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται ο όγκος των ΥΑΕ μέσω εξάτμισης του νερού.
Από την άλλη, εξαιτίας της συνεχούς και απευθείας διάθεσης των ΥΑΕ υπάρχει πιθανότητα να επηρεαστούν ιδιότητες του εδάφους, όπως είναι η υφή, η περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά και σε οργανική ύλη,
καθώς και η βλάστηση και η παραγωγικότητα (Kapellakis et al., 2006).
Στην Ελλάδα, η διαχείριση των ΥΑΕ περιλαμβάνει εξουδετέρωση με υδράσβεστο και στη συνέχεια διάθεση σε εξατμισοδεξαμενές,
ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η διάθεση λαμβάνει χώρα στη θάλασσα, σε ποταμούς ή εδάφη. Η κατασκευή των εξατμισοδεξαμενών σπάνια συμμορφώνεται με τους κανόνες ασφαλούς διάθεσης των ΥΑΕ,
με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα υπερχείλισης των ΥΑΕ επηρεάζοντας τις γειτνιάζουσες περιοχές (αγροτικά εδάφη, επιφανειακά και υπόγεια νερά). Ο πυθμένας των δεξαμενών είναι
συνήθως διαπερατός και η πιθανότητα ρύπανσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα είναι υψηλή (Paraskeva and Diamadopoulos, 2006; Oreopoulou and Russ, 2007; Kavvadias et al., 2010).
Απαιτούμενος εξοπλισμός:
Δοχείο 0,5 L PET (κοινό μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού) τεμάχια 1
Δοχείο 1,5 L PET (κοινό μεγάλο μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού ) τεμάχια 1
Δοχείο ουροσυλλέκτη αποστειρωμένο (κοινό φαρμακείου) τεμάχια 2
Μαρκαδόρο ανεξίτηλο
Κιβώτιο κατάλληλων διαστάσεων
Μονωτική ταινία
Σκοινί κατάλληλου μήκους
Στόχος είναι να πάρουμε αντιπροσωπευτικό δείγμα από το μέσο της λιμνοδεξαμενής. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούμε μια φιάλη PET 1,5 L στην οποία δένουμε γύρω από το στόμιο ένα σπάγκο κατάλληλο μήκους και την εμβαπτίζουμε στη λιμνοδεξαμενή ακριβώς στο κέντρο της μέχρι να γεμίσει. Κάνουμε την διαδικασία αυτή 4 με 5 φορές ώστε να πλυθεί η φιάλη. Μετά την συλλέγουμε γεμάτη. Στο τέλος της διαδικασίας δεν μας είναι χρήσιμη, αφού την θέλουμε μόνο για να μεταφέρουμε το δείγμα.
Από τη φιάλη που γεμίσαμε παραπάνω ξεπλένουμε καλά την φιάλη PET 0,5 L 2 με 3φορές και την γεμίζουμε μέχρι το χείλος. Κλείνουμε καλά το πώμα και σφραγίζουμε με την μονωτική ταινία. Εν συνεχεία ανοίγουμε τους ουροσυλλέκτες έναν έναν και τους γεμίζουμε αρκετά κοντά στο χείλος. Τους σφραγίζουμε όπως και πριν με την μονωτική ταινία.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Τα τρία αυτά δοχεία (φιάλη PET 0,5 L + 2 ουροσυλλέκτες) αποτελούν ΕΝΑ ΔΕΙΓΜΑ. Επισημαίνουμε τα τρία δοχεία με τον ανεξίτηλο μαρκαδόρο γράφοντας το επώνυμο του αποστολέα, την ημερομηνία και τον αύξοντα αριθμό του δείγματος (αν για παράδειγμα είναι το τρίτο από πέντε δείγματα που θα στείλουμε, γράφουμε και στα τρία δοχεία“3από5”).